Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἶδος νόσου

См. также в других словарях:

  • θέρμιον — θέρμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος νόσου, άφτρα αρχ. μικρό λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θέρμος*] …   Dictionary of Greek

  • καμηλάνθραξ — καμηλάνθραξ, ακος, ὁ (Α) είδος νόσου, αλλ. μεληκρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + ἄνθραξ] …   Dictionary of Greek

  • κατοχή — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 2.890 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινιάδων. Σε κοντινή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • λευκοφλεγματία — λευκοφλεγματία, ἡ (Α) [λευκοφλέγματος] είδος νόσου, η αρχή τής υδρωπικίας …   Dictionary of Greek

  • μάδιση — η (Α μάδισις) [μαδίζω] μάδηση, πτώση ή αφαίρεση τριχών, φτερών ή φύλλων αρχ. είδος νόσου τών ριζών τών δένδρων, αλλ. λοπάς …   Dictionary of Greek

  • συκάμινο — Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο… …   Dictionary of Greek

  • υδατίδα — η / ὑδατίς, ίδος, ΝΜΑ φυσαλίδα γεμάτη νερό νεοελλ. 1. ανατ. καθένα από τα δύο εμβρυϊκά υπολείμματα, από τα οποία το ένα βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο τού όρχεως και το άλλο στο πρόσθιο άκρο τής κεφαλής τής επιδιδυμίδας 2. φρ. α) «υδατίδα τού… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

  • видъ — ВИД|Ъ (131), А с. 1.Внешний вид, облик, наружность кого л., чего л.: Платонъци. б҃а и вещь и видъ. и миръ рожденъ и тьлѣньнъ соущь рекоша. д҃шю же неро||женоу и бесъмьртьноу. (εἶδος) КЕ XII, 250 251; вѣси ли прѣподобниче кто ѥсмь азъ. занѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»